δερμύλλω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(big3_10) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[desollar]] sent. obsc. [[masturbar]] ἑαυτόν Sch.Ar.<i>Nu</i>.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch. | |dgtxt=[[desollar]] sent. obsc. [[masturbar]] ἑαυτόν Sch.Ar.<i>Nu</i>.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δερμύλλω]] (Α)<br />έχω [[στύση]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ύλλω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βδύλλω]], [[εξαπατύλλω]]). Η λ. μαρτυρείται και ως [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>δερμύλλει</i><br />αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A = φλάω, Sch.Ar.Nu.734; cf. δερκύλλειν.
German (Pape)
[Seite 549] die Haut zurückziehen, τοῦ πέους Schol. Ar. Nubb. 724.
Greek (Liddell-Scott)
δερμύλλω: φλάω, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 731.
Spanish (DGE)
desollar sent. obsc. masturbar ἑαυτόν Sch.Ar.Nu.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.
Greek Monolingual
δερμύλλω (Α)
έχω στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) -ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα του Ησυχίου «δερμύλλει
αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»].