ἀπόσιτος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀπόσῑτος) -ον<br /><b class="num">I</b> [[inapetente]], [[desganado]] οὐκ ἀ. οὐδὲ [[διψώδης]] Hp.<i>Epid</i>.1.26.6, μάλα ἀπόσιτοι γίνονται οἱ τοιοῦτοι Hp.<i>Art</i>.69, οὐκ ἀ. δὲ πάνυ οὐδὲ πυρετώδεες Hp.<i>Mochl</i>.35, cf. <i>Prorrh</i>.1.71, Gal.16.654, Plu.2.635c, Iul.<i>Or</i>.9.190d<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων no queriendo probar nada</i> Hp.<i>Epid</i>.1.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no ha comido]], [[que está ayuno]], [[que pasa hambre]] ἐγὼ δ' [[ἀπόσιτος]] ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι aunque no he comido, no puedo soportar tal (comida)</i>, Philonid.1, ἡμερῶν τοσούτων Hld.8.7.5, τρίτην ἔχων ὁ κύων ἀ. τὴν ἡμέραν Ael. en Ar.Byz.<i>Epit</i>.2.201, cf. Luc.<i>Hist.Cons</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[no invitado al banquete]] c. gen. τῶν θείων ... γάμων Cyr.Al.M.73.744A. | |dgtxt=(ἀπόσῑτος) -ον<br /><b class="num">I</b> [[inapetente]], [[desganado]] οὐκ ἀ. οὐδὲ [[διψώδης]] Hp.<i>Epid</i>.1.26.6, μάλα ἀπόσιτοι γίνονται οἱ τοιοῦτοι Hp.<i>Art</i>.69, οὐκ ἀ. δὲ πάνυ οὐδὲ πυρετώδεες Hp.<i>Mochl</i>.35, cf. <i>Prorrh</i>.1.71, Gal.16.654, Plu.2.635c, Iul.<i>Or</i>.9.190d<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων no queriendo probar nada</i> Hp.<i>Epid</i>.1.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no ha comido]], [[que está ayuno]], [[que pasa hambre]] ἐγὼ δ' [[ἀπόσιτος]] ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι aunque no he comido, no puedo soportar tal (comida)</i>, Philonid.1, ἡμερῶν τοσούτων Hld.8.7.5, τρίτην ἔχων ὁ κύων ἀ. τὴν ἡμέραν Ael. en Ar.Byz.<i>Epit</i>.2.201, cf. Luc.<i>Hist.Cons</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[no invitado al banquete]] c. gen. τῶν θείων ... γάμων Cyr.Al.M.73.744A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόσιτος]], -ον (AM)<br />αυτός που μένει [[χωρίς]] [[τροφή]], [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο πεινασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἄσιτος, having eaten nothing, ἡμερῶν τοσούτων ἀ. Hld.8.7, cf. Ael. ap. Ar.Byz.Epit.82.14, Luc. Hist.Conscr.21. 2 hungry, Philonid.1. II having an aversion for food, without appetite, Hp.Epid.1.26.σ, Plu.2.635c, Gal.16.654, Jul.Or.6.190d.
German (Pape)
[Seite 324] = ἄσιτος, der nichts gegessen hat, Philonid. bei Ath. VI, 247 e; vgl. III, 84 e; Luc. Quom. hist. scrib. 21; – appetitlos, Hippocr. Ael. N. A. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσῑτος: -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ ἄνευ ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’abstient de manger;
2 qui a le dégoût des aliments.
Étymologie: ἀπό, σῖτος.
Spanish (DGE)
(ἀπόσῑτος) -ον
I inapetente, desganado οὐκ ἀ. οὐδὲ διψώδης Hp.Epid.1.26.6, μάλα ἀπόσιτοι γίνονται οἱ τοιοῦτοι Hp.Art.69, οὐκ ἀ. δὲ πάνυ οὐδὲ πυρετώδεες Hp.Mochl.35, cf. Prorrh.1.71, Gal.16.654, Plu.2.635c, Iul.Or.9.190d
•c. gen. ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων no queriendo probar nada Hp.Epid.1.2.
II 1que no ha comido, que está ayuno, que pasa hambre ἐγὼ δ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι aunque no he comido, no puedo soportar tal (comida), Philonid.1, ἡμερῶν τοσούτων Hld.8.7.5, τρίτην ἔχων ὁ κύων ἀ. τὴν ἡμέραν Ael. en Ar.Byz.Epit.2.201, cf. Luc.Hist.Cons.21.
2 no invitado al banquete c. gen. τῶν θείων ... γάμων Cyr.Al.M.73.744A.
Greek Monolingual
ἀπόσιτος, -ον (AM)
αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός
αρχ.
1. ο πεινασμένος
2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος.