ἀκτέα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀκτῆ]].
|dgtxt=v. [[ἀκτῆ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκτέα]] και -ῆ, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτέα Medium diacritics: ἀκτέα Low diacritics: ακτέα Capitals: ΑΚΤΕΑ
Transliteration A: aktéa Transliteration B: aktea Transliteration C: aktea Beta Code: a)kte/a

English (LSJ)

(ἀκταία f.l. in Luc.Trag.71), contr. ἀκτῆ, ἡ,

   A elder-tree, Sambucus nigra, Emp.93, B.8.34, Hp.Nat.Mul.2 (ἀκτῆ), Mul.1.34 (ἀκτέα), Thphr.HP3.13.4, Dsc.4.173.    2 ἀ. ἕλειος, = χαμαιάκτη, deadwort, Sambucus Ebulus, ibid.

German (Pape)

[Seite 86] zsgz. ἀκτῆ, ἡ, Hollunderbaum, sambucus nigra, Luc. Tragodop. 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτέα: «δόρατα, κάμαξ», Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sureau, plante.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Spanish (DGE)

v. ἀκτῆ.

Greek Monolingual

ἀκτέα και -ῆ, η (Α)
το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης
η κατάλ. -έα της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος. Από τον ελληνικό όρο ἀκτέα προήλθε το λατιν. acte, καθώς και το αρχ. γερμαν. atuh, at(t)ah.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκτινος.