ἀνέφικτος: Difference between revisions
Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inalcanzable]] ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3<i>Ma</i>.2.15, [[δύναμις]] Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.<i>AI</i> 17.260, φύσις Iul.<i>Or</i>.3.82d, cf. Luc.<i>Herm</i>.67, <i>Pr.Im</i>.23<br /><b class="num">•</b>subst. τό, τά: ὁ [[ἄφρων]] νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.<i>Rh</i>.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.<i>Bibl</i>.170b.11, Aristeas 223.<br /><b class="num">2</b> gram. [[inadmisible gramaticalmente]], [[agramatical]] [[ἄλλου]] δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.<i>Synt</i>.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de modo incomprensible]] del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως <i>Symb.Ant</i>.345 en Ath.Al.<i>Syn</i>.26.3. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inalcanzable]] ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3<i>Ma</i>.2.15, [[δύναμις]] Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.<i>AI</i> 17.260, φύσις Iul.<i>Or</i>.3.82d, cf. Luc.<i>Herm</i>.67, <i>Pr.Im</i>.23<br /><b class="num">•</b>subst. τό, τά: ὁ [[ἄφρων]] νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.<i>Rh</i>.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.<i>Bibl</i>.170b.11, Aristeas 223.<br /><b class="num">2</b> gram. [[inadmisible gramaticalmente]], [[agramatical]] [[ἄλλου]] δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.<i>Synt</i>.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de modo incomprensible]] del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως <i>Symb.Ant</i>.345 en Ath.Al.<i>Syn</i>.26.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέφικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανεπίτευκτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλησίαστος]] με τη [[σκέψη]], [[ακατανόητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.
German (Pape)
[Seite 227] unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέφικτος: -ον, ὁ μὴ ἐφικτός, Πλούτ. 2. 54D, Λουκ. Ἑρμότ. 67, πρβλ. τοῦ αὐτ. Ἀλκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible, inabordable.
Étymologie: ἀ, ἐφικνέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalcanzable ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3Ma.2.15, δύναμις Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.AI 17.260, φύσις Iul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
•subst. τό, τά: ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέφικτος, -ον)
1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος
αρχ.
απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος.