ἀποπροτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(big3_6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[cortar arrancando]] νώτου ἀποπροταμών después de haber cortado un trozo de espalda</i>, <i>Od</i>.8.475, cf. Nic.<i>Th</i>.572.
|dgtxt=[[cortar arrancando]] νώτου ἀποπροταμών después de haber cortado un trozo de espalda</i>, <i>Od</i>.8.475, cf. Nic.<i>Th</i>.572.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροτέμνω Medium diacritics: ἀποπροτέμνω Low diacritics: αποπροτέμνω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: apoprotémnō Transliteration B: apoprotemnō Transliteration C: apoprotemno Beta Code: a)poprote/mnw

English (LSJ)

   A cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.

German (Pape)

[Seite 320] (s. τέμνω), von etwas ab- u. vorschneiden, νώτου ἀποπροταμών Od. 8, 475.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροτέμνω: κόπτω ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν τεμάχιον ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἀποπροταμών;
couper une part, une tranche de, gén..
Étymologie: ἀπό, προτέμνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροταμών: cut off from; τινός, Od. 8.475†.

Spanish (DGE)

cortar arrancando νώτου ἀποπροταμών después de haber cortado un trozo de espalda, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.

Greek Monotonic

ἀποπροτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -προέτᾰμον· αποκόπτω από, νώτου ἀποπροταμών, αφού του έκοψε ένα κομμάτι από τη ράχη, σε Ομήρ. Οδ.