ἀπότιλμα: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[pelo o hilacha arrancados]] γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas</i> Theoc.15.19.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[pelo o hilacha arrancados]] γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas</i> Theoc.15.19.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπότιλμα]], το (Α) [[αποτίλλω]]<br />αυτό που προέρχεται από το [[μάδημα]], μαδημένο [[μαλλί]]<br />(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», <b>Θεόκρ.</b><br />ξέφτια από παλιοσακούλες).
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότιλμα Medium diacritics: ἀπότιλμα Low diacritics: απότιλμα Capitals: ΑΠΟΤΙΛΜΑ
Transliteration A: apótilma Transliteration B: apotilma Transliteration C: apotilma Beta Code: a)po/tilma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.

Greek Monolingual

ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).