δεκάπλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de diez pletros de longitud]] προτείχισμα Th.6.102, s. cont. <i>ICr</i>.1.5.21 (Arcades II a.C.), [[ἐμβαδόν]] Simp.<i>in Cael</i>.412.8. | |dgtxt=-ον<br />[[de diez pletros de longitud]] προτείχισμα Th.6.102, s. cont. <i>ICr</i>.1.5.21 (Arcades II a.C.), [[ἐμβαδόν]] Simp.<i>in Cael</i>.412.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεκάπλεθρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[έκταση]] [[δέκα]] πλέθρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient dix plèthres.
Étymologie: δέκα, πλέθρον.
Spanish (DGE)
-ον
de diez pletros de longitud προτείχισμα Th.6.102, s. cont. ICr.1.5.21 (Arcades II a.C.), ἐμβαδόν Simp.in Cael.412.8.
Greek Monolingual
δεκάπλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει έκταση δέκα πλέθρων.