εἰσκαλαμάομαι: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(big3_13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(εἰσκᾰλᾰμάομαι)<br />cóm. [[capturar como a un pez pescado con caña]] μ' εἰσκαλαμᾶσθαι de Filocleón descolgándose con una cuerda, Ar.<i>V</i>.382. | |dgtxt=(εἰσκᾰλᾰμάομαι)<br />cóm. [[capturar como a un pez pescado con caña]] μ' εἰσκαλαμᾶσθαι de Filocleón descolgándose con una cuerda, Ar.<i>V</i>.382. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσκᾰλᾰμάομαι:''' ([[κάλαμος]] II. 2), αποθ., [[παίρνω]] μέσα, [[τραβώ]], [[έλκω]], όπως [[εκείνος]] που ψαρεύει με [[πετονιά]] το ψάρι που έχει αγκιστρωθεί σ' αυτήν, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
(
A κάλαμος 1.2) haul in, as an angler the fish which he has hooked, Ar.V.381.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος Ι. 2) ἀποθ. ἀντὶ ἐκκαλαμάομαι, ἐπὶ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, ἀνασπῶ, ἀνέλκω. Ἀριστοφ. Σφ. 381.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
prendre à la ligne.
Étymologie: εἰς, κάλαμος.
Spanish (DGE)
(εἰσκᾰλᾰμάομαι)
cóm. capturar como a un pez pescado con caña μ' εἰσκαλαμᾶσθαι de Filocleón descolgándose con una cuerda, Ar.V.382.
Greek Monotonic
εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος II. 2), αποθ., παίρνω μέσα, τραβώ, έλκω, όπως εκείνος που ψαρεύει με πετονιά το ψάρι που έχει αγκιστρωθεί σ' αυτήν, σε Αριστοφ.