ἀναχράομαι: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(big3_4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[servirse de]], [[utilizar]] una partida de dinero ὁ δὲ ταμίας ... μὴ ἀναχρησάσθω <i>IG</i> 5(1).1390.60 (Andania I a.C.), cf. <i>AB</i> 399.<br /><b class="num">2</b> [[destruir]], [[matar]] οἱ ἑαυτοὺς ἀναχρώμενοι los suicidas</i> D.C.58.16.2, cf. 51.8.7, <i>AB</i> l.c., ἀναχρήσῃ· ἀνατεμῇ Hsch. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[servirse de]], [[utilizar]] una partida de dinero ὁ δὲ ταμίας ... μὴ ἀναχρησάσθω <i>IG</i> 5(1).1390.60 (Andania I a.C.), cf. <i>AB</i> 399.<br /><b class="num">2</b> [[destruir]], [[matar]] οἱ ἑαυτοὺς ἀναχρώμενοι los suicidas</i> D.C.58.16.2, cf. 51.8.7, <i>AB</i> l.c., ἀναχρήσῃ· ἀνατεμῇ Hsch. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναχράομαι:''' истреблять, губить (Thuc. - v. l. к διαχρἀομαι). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A use up, and so, make away with, destroy, v.l. in Th.3.81, cf. D.C.51.8; οἱ ἑαυτοὺς - χρώμενοι 58.16. 2 use, IG5(1).1390.60 (Andania, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 215] = διαχράομαι, zw. Lesart Thuc. 1, 126, nach VLL.; D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχράομαι: ἀποθ., διαχράομαι, ἀποκτείνω, «ἀνεχρήσαντο: διέφθειραν· οὕτω Θουκυδίδης» Α. Β. 399· σχεδὸν πάντα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀπεχώρησαν, ἐν ᾧ ἓν τῶν ἀρίστων ἐν τῷ κειμένῳ καὶ τέσσαρα ἐν παρασημειώσει ἔχουσιν ἀπεχρῶντο, ἄλλο δὲ ἐν παρασημειώσει ἀνεχρῶντο· περὶ δὲ τῶν ἐν ταῖς ἐκδόσεσι γραφῶν ἴδε Πόππον, Ἀρνόλδ., Βλωμφίλ. κτλ. εἰς Θουκ. 3. 81.
Spanish (DGE)
1 servirse de, utilizar una partida de dinero ὁ δὲ ταμίας ... μὴ ἀναχρησάσθω IG 5(1).1390.60 (Andania I a.C.), cf. AB 399.
2 destruir, matar οἱ ἑαυτοὺς ἀναχρώμενοι los suicidas D.C.58.16.2, cf. 51.8.7, AB l.c., ἀναχρήσῃ· ἀνατεμῇ Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχράομαι: истреблять, губить (Thuc. - v. l. к διαχρἀομαι).