ἀλυτάρχης: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀλλυτάρχης]] Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)<br />[[jefe de policía]] en los juegos Olímpicos, Luc.<i>Herm</i>.40, <i>Eos</i> 48(2).232 (Tralles), Ἀρχ.Ἐφ. l.c., Io.Mal.<i>Chron</i>.12.311<br /><b class="num">•</b>en otros lugares <i>Sardis</i> 64.10, <i>Cod.Theod</i>.15.9.2, cf. Hsch. | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀλλυτάρχης]] Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)<br />[[jefe de policía]] en los juegos Olímpicos, Luc.<i>Herm</i>.40, <i>Eos</i> 48(2).232 (Tralles), Ἀρχ.Ἐφ. l.c., Io.Mal.<i>Chron</i>.12.311<br /><b class="num">•</b>en otros lugares <i>Sardis</i> 64.10, <i>Cod.Theod</i>.15.9.2, cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἀλυτάρχης]]) (Μ και ἀλύταρχος)<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, [[επόπτης]] της τάξεως σε δημόσιους αγώνες ([[κατά]] το [[αξίωμα]] ήταν [[αμέσως]] [[μετά]] τους ελλανοδίκες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλύτας</i>, [[ἀλύτης]] «[[ραβδοφόρος]], [[υπεύθυνος]] για την [[τήρηση]] της τάξεως στους ολυμπιακούς αγώνες» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλυταρχία]], <i>ἀλυταρχικός</i>, <i>ἀλυταρχῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A chief of police at Olympic games, Luc.Herm. 40, Inscr.Olymp.240; ἀ. τῶν μεγάλων' Ολυμπίων BCH28.81 (Tralles), cf. Cod.Theod.15.9.2 (Antioch.).
German (Pape)
[Seite 111] ὁ, der Oberste der Polizeidiener in Olympia, nach E. M.; an Würde der nächste nach den Hellanodiken, Luc. Hermot. 40.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀλλυτάρχης Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)
jefe de policía en los juegos Olímpicos, Luc.Herm.40, Eos 48(2).232 (Tralles), Ἀρχ.Ἐφ. l.c., Io.Mal.Chron.12.311
•en otros lugares Sardis 64.10, Cod.Theod.15.9.2, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ο (AM ἀλυτάρχης) (Μ και ἀλύταρχος)
1. ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, επόπτης της τάξεως σε δημόσιους αγώνες (κατά το αξίωμα ήταν αμέσως μετά τους ελλανοδίκες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύτας, ἀλύτης «ραβδοφόρος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στους ολυμπιακούς αγώνες» + -άρχης < ἄρχω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλυταρχία, ἀλυταρχικός, ἀλυταρχῶ].