διήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
(big3_11)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que transcurre a lo largo del día]], [[que dura todo un día]]glos. a ἐφημέριος Sch.<i>Od</i>.4.223.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[que pasa dos días]] διήμεροι καὶ τριήμεροι τὰς νηστείας ἐκτελοῦντες pasando ellos dos y tres días haciendo ayuno</i> Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.21 (p.30), cf. 4.29 (p.178), <i>Gloss</i>.2.29.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[período de dos días]] ἐν τῷ διημέρῳ τούτῳ Lyd.<i>Ost</i>.66.
|dgtxt=-ον<br />[[que transcurre a lo largo del día]], [[que dura todo un día]]glos. a ἐφημέριος Sch.<i>Od</i>.4.223.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[que pasa dos días]] διήμεροι καὶ τριήμεροι τὰς νηστείας ἐκτελοῦντες pasando ellos dos y tres días haciendo ayuno</i> Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.21 (p.30), cf. 4.29 (p.178), <i>Gloss</i>.2.29.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[período de dos días]] ἐν τῷ διημέρῳ τούτῳ Lyd.<i>Ost</i>.66.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο μέρες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] δύο ημερών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διήμερο</i><br />[[διάστημα]] δύο ημερονυκτίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διήμερον]]<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο από [[είκοσι]] [[τέσσερεις]] ώρες<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή κάνει [[κάτι]] τη δεύτερη [[μέρα]], [[δευτεραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δύο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ημερος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εφήμερος]])].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
que transcurre a lo largo del día, que dura todo un díaglos. a ἐφημέριος Sch.Od.4.223.
-ον
1 que pasa dos días διήμεροι καὶ τριήμεροι τὰς νηστείας ἐκτελοῦντες pasando ellos dos y tres días haciendo ayuno Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30), cf. 4.29 (p.178), Gloss.2.29.
2 subst. τὸ δ. período de dos días ἐν τῷ διημέρῳ τούτῳ Lyd.Ost.66.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες
2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διήμερο
διάστημα δύο ημερονυκτίων
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες
2. αυτός που γίνεται ή κάνει κάτι τη δεύτερη μέρα, δευτεραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ημερος < ημέρα (πρβλ. εφήμερος)].