ἀκύκλιος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene una formación completa]], [[ignorante]] Pl.Com.251.
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene una formación completa]], [[ignorante]] Pl.Com.251.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκύκλιος]], -ον (Α) [[κύκλιος]]<br />αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του [[εγκύκλιος]]).
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύκλιος Medium diacritics: ἀκύκλιος Low diacritics: ακύκλιος Capitals: ΑΚΥΚΛΙΟΣ
Transliteration A: akýklios Transliteration B: akyklios Transliteration C: akyklios Beta Code: a)ku/klios

English (LSJ)

ον,

   A one who has not gone the round of studies, opp. ἐγκύκλιος, Pl.Com.227. ἀκύκλωτος, ον, not surrounded, Tz.H. 8.596. ἀκυλαῖον, τό, = ἄκυλος, Orac. ap. Eus.PE4.20. ἀκυλεής· ἀετός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύκλιος: -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγκύκλιος, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene una formación completa, ignorante Pl.Com.251.

Greek Monolingual

ἀκύκλιος, -ον (Α) κύκλιος
αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του εγκύκλιος).