ἀναφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(big3_4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[llevar hacia arriba]], [[subir]] καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.<br /><b class="num">2</b> [[sacar]], [[excavar]] οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[llevar hacia arriba]], [[subir]] καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.<br /><b class="num">2</b> [[sacar]], [[excavar]] οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφορέω:''' θαμιστικό του [[ἀναφέρω]] I, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορέω Medium diacritics: ἀναφορέω Low diacritics: αναφορέω Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: anaphoréō Transliteration B: anaphoreō Transliteration C: anaforeo Beta Code: a)nafore/w

English (LSJ)

   A = ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,111, Th.4.115.

German (Pape)

[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.

Spanish (DGE)

1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.

Greek Monotonic

ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.