διπλῆ: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(big3_12)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=διπλῇ v. [[διπλεῖ]], [[διπλόος]].
|dgtxt=διπλῇ v. [[διπλεῖ]], [[διπλόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διπλῆ:''' ἡ (sc. [[γραμμή]]) грам. дипла, «согнутая вдвое линия» (пометка на полях рукописи в форме > - δ. [[ἀπερίστικτος]]); δ. περιεστιγμένη Diog. L. знак >̣̇.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλῆ Medium diacritics: διπλῆ Low diacritics: διπλή Capitals: ΔΙΠΛΗ
Transliteration A: diplē̂ Transliteration B: diplē Transliteration C: dipli Beta Code: diplh=

English (LSJ)

ἡ, (διπλοῦς) a marg. mark used by Gramm. (<*>, <*>), to indicate vv. Il., rejected verses, etc., and, in dramatic poetry, a new speaker, Cic.Att.8.2.4, Heph.

   A Poëm.p.74C., Sch.Il.Oxy.1086 ii 55, etc.    II a dance, Poll.4.105, Hsch.    III διπλαῖ, αἱ, = δίπλωμα, IG14.1054b: also sg., PSI5.446 (ii A. D.).    IV = διπλοΐς, Ap.Ty. Ep.3.

Greek (Liddell-Scott)

διπλῆ: ἡ, (διπλοῦς) σημεῖον τιθέμενον ὑπὸ τῶν Γραμματικῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ, ὁμοιάζον πρὸς τὸ Υ ἢ V πλαγίως κείμενον, πρὸς δήλωσιν διαφόρων γραφῶν, ὀβελιστέων στίχων, κτλ., καὶ παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς πρὸς δήλωσιν νέου προσώπου ἐν τῷ διαλόγῳ, Ἡφαιστ. 15. 1, Σχόλ. εἰς Αριστοφ. Πλ. 253, Κικ. π. Ἀττ. 8. 2, 4. ΙΙ. χορός τις, Πολυδ. Δ΄, 105, Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 982.

Spanish (DGE)

διπλῇ v. διπλεῖ, διπλόος.

Russian (Dvoretsky)

διπλῆ: ἡ (sc. γραμμή) грам. дипла, «согнутая вдвое линия» (пометка на полях рукописи в форме > - δ. ἀπερίστικτος); δ. περιεστιγμένη Diog. L. знак >̣̇.