ἄπελος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [género dud.]<br />[[herida abierta]], [[que no ha cicatrizado]] Call.<i>Fr</i>.660.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá de ἀ- priv. y la r. *<i>pel</i>- ‘piel’ que aparece en ἐρυσιπέλας, πέλλα, lat. <i>pellis</i>, etc.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [género dud.]<br />[[herida abierta]], [[que no ha cicatrizado]] Call.<i>Fr</i>.660.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá de ἀ- priv. y la r. *<i>pel</i>- ‘piel’ que aparece en ἐρυσιπέλας, πέλλα, lat. <i>pellis</i>, etc.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπελος Medium diacritics: ἄπελος Low diacritics: άπελος Capitals: ΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: ápelos Transliteration B: apelos Transliteration C: apelos Beta Code: a)/pelos

English (LSJ)

τό,

   A wound not skinned over, Call.Fr.343.

German (Pape)

[Seite 286] τό, eine Wunde, worüber sich noch keine Haut gebildet hat, unverharscht, Callim. frg. 343, was Eusth. von μὴ πελάζειν ableitet, Andere von einem ungebräuchlichen πέλος, = pellis.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπελος: τὸ, (πέλλα Β) ἕλκος μὴ ἐπουλωθὲν εἰσέτι, Καλλ. Ἀποσπ. 343, Εὐστάθ. σ. 842 [843, 33] κτλ.

Spanish (DGE)

• Morfología: [género dud.]
herida abierta, que no ha cicatrizado Call.Fr.660.

• Etimología: Quizá de ἀ- priv. y la r. *pel- ‘piel’ que aparece en ἐρυσιπέλας, πέλλα, lat. pellis, etc.

Greek Monolingual

ἄπελος, το (Μ)
πληγή που δεν έχει επουλωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του δέρματος», πέλλα, λατ. pellis «δέρμα»].