αἰσχροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16.
}}
{{grml
|mltxt=[[αἰσχροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχροπρεπής Medium diacritics: αἰσχροπρεπής Low diacritics: αισχροπρεπής Capitals: ΑΙΣΧΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: aischroprepḗs Transliteration B: aischroprepēs Transliteration C: aischroprepis Beta Code: ai)sxropreph/s

English (LSJ)

ές,

   A of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.

Spanish (DGE)

-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.

Greek Monolingual

αἰσχροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -πρεπὴς < πρέπω.