ἀκριτόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀκρῐτόμῡθος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[confuso charlatán]] Θερσίτης <i>Il</i>.2.246, [[γυνή]] <i>GDRK</i> 29.55, cf. <i>EM</i> 538.33G.<br /><b class="num">•</b>[[dicho sin pensar]] λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.<br /><b class="num">2</b> [[de sentido incomprensible]] ὄνειρος <i>Od</i>.19.560.
|dgtxt=(ἀκρῐτόμῡθος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[confuso charlatán]] Θερσίτης <i>Il</i>.2.246, [[γυνή]] <i>GDRK</i> 29.55, cf. <i>EM</i> 538.33G.<br /><b class="num">•</b>[[dicho sin pensar]] λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.<br /><b class="num">2</b> [[de sentido incomprensible]] ὄνειρος <i>Od</i>.19.560.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀκριτόμυθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κρατά [[μυστικό]], που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μυθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκριτομυθῶ</i><br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακριτομυθία]]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόμῡθος Medium diacritics: ἀκριτόμυθος Low diacritics: ακριτόμυθος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: akritómythos Transliteration B: akritomythos Transliteration C: akritomythos Beta Code: a)krito/muqos

English (LSJ)

ον,

   A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111.    II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόμῡθος) -ον
1 confuso charlatán Θερσίτης Il.2.246, γυνή GDRK 29.55, cf. EM 538.33G.
dicho sin pensar λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.
2 de sentido incomprensible ὄνειρος Od.19.560.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].