ἄλυχνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no iluminado]], [[sin luces]] ζοφοδορπίδαν ὡς ἄλυχνον D.L.1.81, pred. de pers. ἐν ἄντροις [[ἄλυχνος]] ... μόνος E.<i>Fr</i>.421.
|dgtxt=-ον<br />[[no iluminado]], [[sin luces]] ζοφοδορπίδαν ὡς ἄλυχνον D.L.1.81, pred. de pers. ἐν ἄντροις [[ἄλυχνος]] ... μόνος E.<i>Fr</i>.421.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλυχνος]], -ον) [[λύχνος]]<br />αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, [[αφώτιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο υπερβολικά [[φτωχός]], [[πάμφτωχος]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλῠχνος Medium diacritics: ἄλυχνος Low diacritics: άλυχνος Capitals: ΑΛΥΧΝΟΣ
Transliteration A: álychnos Transliteration B: alychnos Transliteration C: alychnos Beta Code: a)/luxnos

English (LSJ)

ον,

   A without lamp or light, E.Fr.411, D.L.1.81.

German (Pape)

[Seite 111] ohne Licht, Eur. frg. Inus 22; Alc. bei D. L. 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλῠχνος: -ον, ὁ ἄνευ λύχνου ἢ φωτός, Εὐρ. Ἀποσπ. 425, Διογ. Λ. 1. 81.

Spanish (DGE)

-ον
no iluminado, sin luces ζοφοδορπίδαν ὡς ἄλυχνον D.L.1.81, pred. de pers. ἐν ἄντροις ἄλυχνος ... μόνος E.Fr.421.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλυχνος, -ον) λύχνος
αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος
νεοελλ.
ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος.