ἀμίσθωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de casas [[no alquilado]], [[que no paga alquiler]] οἶκος D.30.6, cf. quizá <i>ID</i> 104-32.6 (Delos III a.C.).<br /><b class="num">2</b> de pers. [[no pagado]], [[que no ha recibido la paga]] <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de casas [[no alquilado]], [[que no paga alquiler]] οἶκος D.30.6, cf. quizá <i>ID</i> 104-32.6 (Delos III a.C.).<br /><b class="num">2</b> de pers. [[no pagado]], [[que no ha recibido la paga]] <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμίσθωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που [[επομένως]] δεν αποφέρει [[μισθό]], [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μισθωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μισθῶ</i> -<i>ώνω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμίσθωτος Medium diacritics: ἀμίσθωτος Low diacritics: αμίσθωτος Capitals: ΑΜΙΣΘΩΤΟΣ
Transliteration A: amísthōtos Transliteration B: amisthōtos Transliteration C: amisthotos Beta Code: a)mi/sqwtos

English (LSJ)

ον,

   A not let, bringing no return, οἶκος D. 30.6, cf. BCH35.14 (Delos).    II unhired, D.S.18.21.

German (Pape)

[Seite 125] unvermiethet, οἶκος Dem. 30, 6; noch nicht in Sold genommen, ξένοι Diod. S. 18, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμίσθωτος: -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, οἶκος Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non loué, qui ne procure aucun revenu;
2 non salarié.
Étymologie: ἀ, μισθόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de casas no alquilado, que no paga alquiler οἶκος D.30.6, cf. quizá ID 104-32.6 (Delos III a.C.).
2 de pers. no pagado, que no ha recibido la paga <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμίσθωτος, -ον)
αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ -ώνω].