ἀμφιστρατάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(big3_3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφιστρᾰτάομαι) [[sitiar]] (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο <i>Il</i>.11.713.
|dgtxt=(ἀμφιστρᾰτάομαι) [[sitiar]] (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο <i>Il</i>.11.713.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' αποθ., [[περικυκλώνω]] με στρατό, [[πολιορκώ]], Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ἀμφεστρατόωντο πόλιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστρᾰτάομαι Medium diacritics: ἀμφιστρατάομαι Low diacritics: αμφιστρατάομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΡΑΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistratáomai Transliteration B: amphistrataomai Transliteration C: amfistrataomai Beta Code: a)mfistrata/omai

English (LSJ)

Dep.,

   A beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.

German (Pape)

[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.

English (Autenrieth)

besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.

Spanish (DGE)

(ἀμφιστρᾰτάομαι) sitiar (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο Il.11.713.

Greek Monotonic

ἀμφιστρᾰτάομαι: αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.