ἀνακούφισις: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(big3_4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[alivio]] κακῶν S.<i>OT</i> 218. | |dgtxt=-εως, ἡ [[alivio]] κακῶν S.<i>OT</i> 218. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνακούφισις:''' -εως, ἡ, [[ελάφρυνση]], [[απαλλαγή]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A relief, κακῶν S.OT 218.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, Erleichterung, κακῶν, von Uebeln, Soph. O. R. 218.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις ἀπό τινος πράγμ., κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 218.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allégement.
Étymologie: ἀνακουφίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ alivio κακῶν S.OT 218.
Greek Monotonic
ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ελάφρυνση, απαλλαγή από κάτι, με γεν., σε Σοφ.