ἀνακαμπτικός: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[que da la vuelta]], [[διαυλωνισμός]] Eust.1107.64. | |dgtxt=-ή, -όν [[que da la vuelta]], [[διαυλωνισμός]] Eust.1107.64. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀνακαμπτικός]], -ή, -όν) [[ἀνακάμπτω]]<br />αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει [[κάμψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A returning, διαυλωνισμός Eust.1107.63.
German (Pape)
[Seite 191] umbiegend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que da la vuelta, διαυλωνισμός Eust.1107.64.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀνακαμπτικός, -ή, -όν) ἀνακάμπτω
αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη.