ἀναμίγνυμι: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(big3_4) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀναμείγνυμι]]. | |dgtxt=v. [[ἀναμείγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναμίγνῡμι:''' και -ύω, ποιητ. ἀμ-[[μίγνυμι]], μέλ. -[[μίξω]]· Επικ. αόρ. αʹ [[μετοχή]] [[ἀμμίξας]]· πρβλ. [[ἀναμίσγω]]· [[ανακατεύω]], [[αναμειγνύω]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· [[επικοινωνώ]], συναλλάσσομαι, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 198] und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίγνῡμι: καὶ -ύω, ποιητ. ἀμμίγνυμι, Βακχυλ. 26: ποιητ. ἀόρ. μετ. ἀμμίξας, Ἰλ. Ω. 529· πρβλ. ἀναμίσγω. Ἀναμιγνύω, συμμιγνύω, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν, ἀνέμιξαν, ἐν τμήσει, Ὀδ. Δ. 41· πάντα τὰ κρέα Ἡρόδ. 4. 26, καὶ Ἀττ., καμοί μἀναμίγνυσθαι (ὅ ἐ. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σὰς Εὐρ. Ἱκ. 591. ΙΙ. συχνάκις ἐν τῷ παθητ., ἀναμιγνύομαι μετ’ ἄλλων, πάντες ἀναμεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 715· τοῖσι … ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται Ἡρόδ. 1. 146· Κάδμου παισὶν ἀναμεμιγμέναι Εὐρ. Βάκχ. 37· πάντες ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4, 19· ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 48A, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8: - ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μάραγνα δ’ ἀμμεμίζεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάννου ἀντὶ μέλαινα δ’ αὖ μεμίξεται) Αἰσχύλ. Πέρσ. 1051. 2) ἑνοῦμαι μετὰ συνοδείας τινός, ὡς δὲ ἀνεμίχθημεν Δημ. 1259. 7: ἔρχομαι εἰς συγκοινωνίαν, Πλουτ. Νουμ. 20.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναμίξω, ao. ἀνέμιξα, pf. inus.
mêler l’un à l’autre, mélanger, confondre;
Moy. ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.
Étymologie: ἀνά, μίγνυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀναμείγνυμι.
Greek Monotonic
ἀναμίγνῡμι: και -ύω, ποιητ. ἀμ-μίγνυμι, μέλ. -μίξω· Επικ. αόρ. αʹ μετοχή ἀμμίξας· πρβλ. ἀναμίσγω· ανακατεύω, αναμειγνύω μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· επικοινωνώ, συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.