ἀναπετής: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμπετής]] Heliod.<i>Ital</i>.<br />[[abierto]] ἀδένες Hp.<i>Gland</i>.9, ὀφθαλμοί Aret.<i>SA</i> 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c. | |dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμπετής]] Heliod.<i>Ital</i>.<br />[[abierto]] ἀδένες Hp.<i>Gland</i>.9, ὀφθαλμοί Aret.<i>SA</i> 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπετάννυμι]]<br />[[ανοιχτός]], [[διάπλατος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπέτομαι]]<br />αυτός που [[πετά]], ο ιπτάμενος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (πετάννυμι)
A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6. II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).
German (Pape)
[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.
Greek Monolingual
(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.———————— (II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.