ἀναλλοίωτος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no transformado]], [[no digerido]]de alimentos, Gal.6.575.<br /><b class="num">2</b> [[inalterable]], [[inmutable]] τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.<i>Metaph</i>.1073<sup>a</sup>11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>14, ὕλη Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.<i>Inst</i>.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ <i>PMonac</i>.13.11 (VI a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[que mantiene inalterable]] τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva</i> Thphr.<i>CP</i> 6.10.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin cambio]] Cyr.Al.<i>Nest</i>.1.3 p.22. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no transformado]], [[no digerido]]de alimentos, Gal.6.575.<br /><b class="num">2</b> [[inalterable]], [[inmutable]] τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.<i>Metaph</i>.1073<sup>a</sup>11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>14, ὕλη Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.<i>Inst</i>.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ <i>PMonac</i>.13.11 (VI a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[que mantiene inalterable]] τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva</i> Thphr.<i>CP</i> 6.10.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin cambio]] Cyr.Al.<i>Nest</i>.1.3 p.22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναλλοίωτος]], -ον) [[ἀλλοιῶ]]<br />αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, [[αμετάβλητος]], και επεκτατικά [[σταθερός]], [[ακλόνητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, Arist.Metaph.1073a11, Cael.270a14; ἀ. τὴν φωνήν D.L.4.17; κάλλος Ph.1.649; of undigested food, Gal.6.575; ἀ. ὕλη Stoic.2.114; not permitting change, Thphr.CP6.10.1.
German (Pape)
[Seite 196] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλλοίωτος: -ον, ἀμετάβλητος, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι ἄλλο ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invariable, immuable.
Étymologie: ἀ, ἀλλοιόω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no transformado, no digeridode alimentos, Gal.6.575.
2 inalterable, inmutable τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.Metaph.1073a11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.Cael.270a14, ὕλη Chrysipp.Stoic.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.Inst.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ PMonac.13.11 (VI a.C.).
3 que mantiene inalterable τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva Thphr.CP 6.10.3.
II adv. -ως sin cambio Cyr.Al.Nest.1.3 p.22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναλλοίωτος, -ον) ἀλλοιῶ
αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, αμετάβλητος, και επεκτατικά σταθερός, ακλόνητος.