ἀνενεργής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[ineficaz]] τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.<i>HP</i> 9.17.1, cf. Dsc.2.111. | |dgtxt=-ές<br />[[ineficaz]] τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.<i>HP</i> 9.17.1, cf. Dsc.2.111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἀνενεργής]])<br /><b>1.</b> ο μη [[ενεργητικός]], [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A inefficacious, Thphr.HP9.17.1, Dsc.2.111.
German (Pape)
[Seite 223] ές, unwirksam, unkräftig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεργής: -ές, ὁ μὴ ἐνεργῶν, ἀδρανής, μὴ ὢν ἀποτελεσματικὸς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 1.
Spanish (DGE)
-ές
ineficaz τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.HP 9.17.1, cf. Dsc.2.111.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνενεργής)
1. ο μη ενεργητικός, αδρανής
2. ο μη αποτελεσματικός.