ἀνορεξία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de apetito]] Ti.Locr.102e, Aret.<i>CA</i> 2.3.9, Pall.<i>H.Mon</i>.8.15. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de apetito]] Ti.Locr.102e, Aret.<i>CA</i> 2.3.9, Pall.<i>H.Mon</i>.8.15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ανορεξιά, η (Α [[ἀνορεξία]])<br />επίμονη [[έλλειψη]] όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] προθυμίας ή ευεξίας, [[ακεφιά]]<br /><b>2.</b> «νευρική [[ανορεξία]]» — συγκινησιακή ή ψυχολογική [[αποστροφή]] [[προς]] τις τροφές και το [[φαγητό]] που οδηγεί σε υπερβολική [[απίσχνανση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.
Greek Monolingual
και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.