ἀντίπνοος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -πνους A.<i>Pr</i>.1087<br /><b class="num">1</b> [[causado por vientos adversos]], [[ἄπλοια]] A.<i>A</i>.147, στάσις A.<i>Pr</i>.l.c., αὔρη Nonn.<i>D</i>.5.275, cf. 11.438.<br /><b class="num">2</b> adv. -νόως [[deforma causada por vientos adversos]] Tz.<i>ad Lyc</i>.739.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -πνους A.<i>Pr</i>.1087<br /><b class="num">1</b> [[causado por vientos adversos]], [[ἄπλοια]] A.<i>A</i>.147, στάσις A.<i>Pr</i>.l.c., αὔρη Nonn.<i>D</i>.5.275, cf. 11.438.<br /><b class="num">2</b> adv. -νόως [[deforma causada por vientos adversos]] Tz.<i>ad Lyc</i>.739.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, <i>-ουν</i>, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· [[ενάντιος]], [[εχθρικός]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπνοος Medium diacritics: ἀντίπνοος Low diacritics: αντίπνοος Capitals: ΑΝΤΙΠΝΟΟΣ
Transliteration A: antípnoos Transliteration B: antipnoos Transliteration C: antipnoos Beta Code: a)nti/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. ἀντί-πνους, ουν,

   A caused by adverse winds, ἀντιπνόους . . ἀπλοίας A.Ag.147 (lyr.); στάσις ἀ. Id.Pr.1087 (lyr.). Adv. -νόως Tz. ad Lyc.739.

German (Pape)

[Seite 259] zsgz. -πνους, entgegenwehend, widrig, ἄπλοια Aesoh. Ag. 145; στάσις Prom. 1089; – adv. -πνόως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ὑπὸ ἐναντίων ἀνέμων προξενούμενος, ἀντιπνόους... ἀπλοίας (κατὰ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀντ. αὔρας, ἐναντίους ἀνέμους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 149· στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα [τὰ πνεύματα τῶν ἀνέμων] ὁ αὐτ. Προμ. 1088. ― Ἐπιρρ. -νόως, τῶν ἀνέμων ἀντιπνόως ταραξάντων τὸ πέλαγος Τζέτζ. Λυκόφρ. 739.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
causé par un vent contraire.
Étymologie: ἀντί, πνέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. -πνους A.Pr.1087
1 causado por vientos adversos, ἄπλοια A.A.147, στάσις A.Pr.l.c., αὔρη Nonn.D.5.275, cf. 11.438.
2 adv. -νόως deforma causada por vientos adversos Tz.ad Lyc.739.

Greek Monotonic

ἀντίπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· ενάντιος, εχθρικός, στον ίδ.