ἀπαλάομαι: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀπᾰλάομαι) [[andar extraviado]], [[ἄλλῃ]] Hes.<i>Sc</i>.409. | |dgtxt=(ἀπᾰλάομαι) [[andar extraviado]], [[ἄλλῃ]] Hes.<i>Sc</i>.409. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰλάομαι:''' Παθ., [[παρεκβαίνω]], εκτρέπομαι από την [[ευθεία]] οδό, παραπλανώμαι, περιπλανιέμαι, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A go astray, wander, ἀ. ἄλλῃ Hes.Sc.409.
German (Pape)
[Seite 276] abirren, ἄλλῃ Hes. Sc. 409.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλάομαι: παθ., ἀποπλανῶμαι, παρεκβαίνω τῆς εὐθείας ὁδοῦ αὐτός δ᾿ ἀπαλήσεται ἄλλῃ Ἡσ. Ἀσπ. 409.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s’égarer.
Étymologie: ἀπό, ἀλάομαι.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰλάομαι) andar extraviado, ἄλλῃ Hes.Sc.409.
Greek Monotonic
ἀπᾰλάομαι: Παθ., παρεκβαίνω, εκτρέπομαι από την ευθεία οδό, παραπλανώμαι, περιπλανιέμαι, σε Ησίοδ.