ἀπελευθέρωσις: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[emancipación]] δούλων D.17.15, cf. Plu.<i>Publ</i>.7, τοὺς ... [ἄρχοντας γρά] ψαι τὰν Σωσικλέος ἀπελευθέρωσιν εἰς τὸν βωμόν <i>IG</i> 5(2).345.4, cf. 17 (Orcómeno II/I a.C.), νομίμη δέ ἐστιν [ἀ] πελευθέρωσις, ἐὰν ... <i>PGnom</i>.19 (II d.C.), cf. <i>BGU</i> 96.10 (III d.C.). | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[emancipación]] δούλων D.17.15, cf. Plu.<i>Publ</i>.7, τοὺς ... [ἄρχοντας γρά] ψαι τὰν Σωσικλέος ἀπελευθέρωσιν εἰς τὸν βωμόν <i>IG</i> 5(2).345.4, cf. 17 (Orcómeno II/I a.C.), νομίμη δέ ἐστιν [ἀ] πελευθέρωσις, ἐὰν ... <i>PGnom</i>.19 (II d.C.), cf. <i>BGU</i> 96.10 (III d.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπελευθέρωσις:''' -εως, ἡ, [[χειραφέτηση]], [[απόδοση]] ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A emancipation, δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, PGnom.60 (ii A. D.), BGU96.10 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 286] ἡ, das Freilassen, δούλων Dem. 17, 15; Plut. Poplic. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, ἀπόδοσις ἐλευθερίας ὡς καὶ νῦν, δούλων Δημ. 215. 25.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
affranchissement.
Étymologie: ἀπελευθερόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
emancipación δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, τοὺς ... [ἄρχοντας γρά] ψαι τὰν Σωσικλέος ἀπελευθέρωσιν εἰς τὸν βωμόν IG 5(2).345.4, cf. 17 (Orcómeno II/I a.C.), νομίμη δέ ἐστιν [ἀ] πελευθέρωσις, ἐὰν ... PGnom.19 (II d.C.), cf. BGU 96.10 (III d.C.).
Greek Monotonic
ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, χειραφέτηση, απόδοση ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ.