ἀπόμελι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ιτος, τό<br />[[aguamiel]], [[hidromel]] καλοῦσι δέ τινες καὶ ἀ. τὸ ἐκπλυνομένων τῶν κηρίων ὕδατι σκευαζόμενον ὑδρόμελι καὶ ἀποτιθέμενον Dsc.5.9, [[ἀπόμελι]] δὲ κάλλιστον ἐν ὕδατι σκευάζεται Gal.6.274, ὑδρόμελι δὲ καὶ [[ἀπόμελι]] καὶ μελίμηλον αὐτὰ μὲν ἐφ' ἑαυτῶν οὐκ ἐπιτήδεια πόματα Antyll. en Orib.5.29.8, cf. Dieuch.19.7, Alex.Trall.1.309.14, 327.8, 335.6.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de ἀπό c. valor peyor. y μέλι, q.u.
|dgtxt=-ιτος, τό<br />[[aguamiel]], [[hidromel]] καλοῦσι δέ τινες καὶ ἀ. τὸ ἐκπλυνομένων τῶν κηρίων ὕδατι σκευαζόμενον ὑδρόμελι καὶ ἀποτιθέμενον Dsc.5.9, [[ἀπόμελι]] δὲ κάλλιστον ἐν ὕδατι σκευάζεται Gal.6.274, ὑδρόμελι δὲ καὶ [[ἀπόμελι]] καὶ μελίμηλον αὐτὰ μὲν ἐφ' ἑαυτῶν οὐκ ἐπιτήδεια πόματα Antyll. en Orib.5.29.8, cf. Dieuch.19.7, Alex.Trall.1.309.14, 327.8, 335.6.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de ἀπό c. valor peyor. y μέλι, q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόμελι]] (-ιτος), το (Α)<br />[[υδρόμελι]], φτωχικό [[ποτό]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμελι Medium diacritics: ἀπόμελι Low diacritics: απόμελι Capitals: ΑΠΟΜΕΛΙ
Transliteration A: apómeli Transliteration B: apomeli Transliteration C: apomeli Beta Code: a)po/meli

English (LSJ)

ιτος, τό,

   A honey-water, an inferior kind of mead, Dsc.5.9.    2 = ὀξύγλυκυ, τό, Antyll. ap. Orib.5.29.8, Philagr.ib.5.17, Gal.6.274.

German (Pape)

[Seite 314] ιτος, τό, eine Art schlechten Meths, Honigwasser, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμελι: τό, ὑδρόμελι, εἶδος πενιχροῦ ποτοῦ, Διοσκ. 5. 17· -ὡσαύτως ὀξύγλυκυ, τό, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ιτος, τό
aguamiel, hidromel καλοῦσι δέ τινες καὶ ἀ. τὸ ἐκπλυνομένων τῶν κηρίων ὕδατι σκευαζόμενον ὑδρόμελι καὶ ἀποτιθέμενον Dsc.5.9, ἀπόμελι δὲ κάλλιστον ἐν ὕδατι σκευάζεται Gal.6.274, ὑδρόμελι δὲ καὶ ἀπόμελι καὶ μελίμηλον αὐτὰ μὲν ἐφ' ἑαυτῶν οὐκ ἐπιτήδεια πόματα Antyll. en Orib.5.29.8, cf. Dieuch.19.7, Alex.Trall.1.309.14, 327.8, 335.6.

• Etimología: Comp. de ἀπό c. valor peyor. y μέλι, q.u.

Greek Monolingual

ἀπόμελι (-ιτος), το (Α)
υδρόμελι, φτωχικό ποτό.