ἀπόλαυσμα: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[disfrute]], [[goce]] c. gen. συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων Aeschin.<i>Ep</i>.5.4, abs. οὔτε κτῆμα οὔτε [[ἀπόλαυσμα]] (μένει) E.<i>Ep</i>.4.35, ἀπολαύσματι χρῆσθαι I.<i>AI</i> 18.227, cf. Plu.2.125c, <i>Aem</i>.28. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[disfrute]], [[goce]] c. gen. συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων Aeschin.<i>Ep</i>.5.4, abs. οὔτε κτῆμα οὔτε [[ἀπόλαυσμα]] (μένει) E.<i>Ep</i>.4.35, ἀπολαύσματι χρῆσθαι I.<i>AI</i> 18.227, cf. Plu.2.125c, <i>Aem</i>.28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόλαυσμα]], το (Α)<br />η [[απόλαυση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A enjoyment, Aeschin.Ep.5.4 (pl.), J.AJ18.6.10, Plu.2.125d, Aem.28.
German (Pape)
[Seite 310] τό, das Genossene, der Genuß, Aesch. Ep. 5, 4 Plut. Aem. Paull. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλαυσμα: -ατος, τό, ἀπόλαυσις, Αἰσχίν. 733. 1, Πλούτ. 2. 125C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jouissance.
Étymologie: ἀπολαύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
disfrute, goce c. gen. συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων Aeschin.Ep.5.4, abs. οὔτε κτῆμα οὔτε ἀπόλαυσμα (μένει) E.Ep.4.35, ἀπολαύσματι χρῆσθαι I.AI 18.227, cf. Plu.2.125c, Aem.28.