ἀπομαστιγόω: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[dar latigazos]] ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε Hdt.8.109, τοὺς ἱερέας Hdt.3.29, δοῦλον D.C.60.12.2.
|dgtxt=[[dar latigazos]] ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε Hdt.8.109, τοὺς ἱερέας Hdt.3.29, δοῦλον D.C.60.12.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] με [[σκληρότητα]], με [[βαναυσότητα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαστῑγόω Medium diacritics: ἀπομαστιγόω Low diacritics: απομαστιγόω Capitals: ΑΠΟΜΑΣΤΙΓΟΩ
Transliteration A: apomastigóō Transliteration B: apomastigoō Transliteration C: apomastigoo Beta Code: a)pomastigo/w

English (LSJ)

   A scourge severely, Hdt.3.29, 8.109.

German (Pape)

[Seite 314] ab-, durchpeitschen, Her. 8, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαστῑγόω: ἰσχυρῶς μαστιγώνω, Ἡρόδ. 3. 29, 8. 109.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: ἀπό, μαστιγόω.

Spanish (DGE)

dar latigazos ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε Hdt.8.109, τοὺς ἱερέας Hdt.3.29, δοῦλον D.C.60.12.2.

Greek Monotonic

ἀπομαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω με σκληρότητα, με βαναυσότητα, σε Ηρόδ.