ποτιπτήσσω: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(10) |
(6_6) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=potipth/ssw | |Beta Code=potipth/ssw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[προσπτ-]] (which is not found), <b class="b2">crouch</b> or <b class="b2">cower towards</b>, <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part.) <b class="b2">verging towards</b> it, so as to shut it in, <span class="bibl">Od.13.98</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[προσπτ-]] (which is not found), <b class="b2">crouch</b> or <b class="b2">cower towards</b>, <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part.) <b class="b2">verging towards</b> it, so as to shut it in, <span class="bibl">Od.13.98</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
A = προσπτ- (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.