ἀπρόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[desprevenido]] ὕπνος A.<i>Ch</i>.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.<i>ad loc</i>.
|dgtxt=-ον<br />[[desprevenido]] ὕπνος A.<i>Ch</i>.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.<i>ad loc</i>.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόβουλος]], -ον (Α)<br />[[απροβούλευτος]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόβουλος Medium diacritics: ἀπρόβουλος Low diacritics: απρόβουλος Capitals: ΑΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: apróboulos Transliteration B: aproboulos Transliteration C: aprovoulos Beta Code: a)pro/boulos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀπροβούλευτος, only in Adv. -λως rashly, A.Ch.620 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 338] = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόβουλος: -ον, = ἀπροβούλευτος: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans réflexion.
Étymologie: ἀ, πρόβουλος.

Spanish (DGE)

-ον
desprevenido ὕπνος A.Ch.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.ad loc.

Greek Monolingual

ἀπρόβουλος, -ον (Α)
απροβούλευτος.