ἄσειρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene tiro]] ἵππος <i>Trag.Adesp</i>.200, cf. Eust.1734.2.
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene tiro]] ἵππος <i>Trag.Adesp</i>.200, cf. Eust.1734.2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἄσειρος]], -ον) [[σειρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει ταπεινή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[καχεκτικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>3.</b> «ἄσειρον [[ἱστίον]]» — το [[πανί]] που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄσειρος]] [[ἵππος]]» — ο [[άδετος]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσειρος Medium diacritics: ἄσειρος Low diacritics: άσειρος Capitals: ΑΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: áseiros Transliteration B: aseiros Transliteration C: aseiros Beta Code: a)/seiros

English (LSJ)

ον,

   A without trace, ἵππος Eust.1734.2.

German (Pape)

[Seite 369] ohne Seil, nicht angebunden, ἵππος Hesych.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene tiro ἵππος Trag.Adesp.200, cf. Eust.1734.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.