ἀτασθάλλω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(big3_7)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[cometer un acto de insolencia]] μή τις ... ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων <i>Od</i>.18.57, τὸν δ' οὔ τις ... γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ' <i>Od</i>.19.88<br /><b class="num">•</b>[[pecar]], [[βόθρος]] ἕως [[δυσάλυκτος]] ἀτασθάλλοντι φανείη Apoll.<i>Met.Ps</i>.93.13, cf. 118.95.
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[cometer un acto de insolencia]] μή τις ... ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων <i>Od</i>.18.57, τὸν δ' οὔ τις ... γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ' <i>Od</i>.19.88<br /><b class="num">•</b>[[pecar]], [[βόθρος]] ἕως [[δυσάλυκτος]] ἀτασθάλλοντι φανείη Apoll.<i>Met.Ps</i>.93.13, cf. 118.95.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀτασθάλλω]] (Α) [[ατάσθαλος]]<br />[[είμαι]] [[ατάσθαλος]], φέρομαι αλαζονικά.
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτασθάλλω Medium diacritics: ἀτασθάλλω Low diacritics: ατασθάλλω Capitals: ΑΤΑΣΘΑΛΛΩ
Transliteration A: atasthállō Transliteration B: atasthallō Transliteration C: atasthallo Beta Code: a)tasqa/llw

English (LSJ)

[ᾰτ],

   A to be insolent, only in pres. part., μή τις . . πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57; οὔ τις . . γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσα 19.88.

German (Pape)

[Seite 384] (entst. aus ἀτασθαλίω, ein ἀτάσθαλος sein), übermüthig, frevelhaft handeln, nur partic. praes., Od. 18, 57. 19, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτασθάλλω: εἶμαι ἀτάσθαλος, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., μὴ τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων, «ἐνυβρίζων με ὑπερηφάνως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 57· τὸν δ’ οὔτις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ’, ἀκολασταίνουσα, Τ. 88. - ὡσαύτως, ἀτασθαλέω, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
être follement orgueilleux, agir avec arrogance, d’où
1 être inique;
2 être coupable.
Étymologie: ἀτάσθαλος.

English (Autenrieth)

act wickedly, wantonly, Od. 18.57 and Od. 19.88.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
cometer un acto de insolencia μή τις ... ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57, τὸν δ' οὔ τις ... γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ' Od.19.88
pecar, βόθρος ἕως δυσάλυκτος ἀτασθάλλοντι φανείη Apoll.Met.Ps.93.13, cf. 118.95.

Greek Monolingual

ἀτασθάλλω (Α) ατάσθαλος
είμαι ατάσθαλος, φέρομαι αλαζονικά.