ἀσπαρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[jadear]], [[agitarse convulsamente]] (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.<i>Iuu</i>.471<sup>b</sup>13, cf. <i>PA</i> 696<sup>a</sup>20, Hsch. | |dgtxt=[[jadear]], [[agitarse convulsamente]] (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.<i>Iuu</i>.471<sup>b</sup>13, cf. <i>PA</i> 696<sup>a</sup>20, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσπαρίζω]] (Α)<br />[[ασπαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ασπαίρω]], από ένα ρηματικό θ. <i>ασπαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ασκαρίζω]]: [[σκαίρω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
for σπαρίζω,
A = ἀσπαίρω, Arist.PA696a20, Resp.471b13.
German (Pape)
[Seite 373] = ἀσπαίρω, zappeln, von Fischen, Arist. part. anim. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπαρίζω: ἀντὶ σπαρίζω, = ἀσπαίρω, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 13, 11.
Spanish (DGE)
jadear, agitarse convulsamente (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.
Greek Monolingual
ἀσπαρίζω (Α)
ασπαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ασπαίρω, από ένα ρηματικό θ. ασπαρ (πρβλ. ασκαρίζω: σκαίρω)].