ἀτμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[en forma de vapor]] ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.<i>Mu</i>.394<sup>a</sup>14, cf. Arat.<i>Comm</i>.p.126.19, Thphr.<i>CP</i> 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.<i>Th</i>.276G.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en forma de vapor]] ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161.
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[en forma de vapor]] ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.<i>Mu</i>.394<sup>a</sup>14, cf. Arat.<i>Comm</i>.p.126.19, Thphr.<i>CP</i> 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.<i>Th</i>.276G.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en forma de vapor]] ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀτμώδης]], -ες) [[ατμός]]<br />αυτός που περιέχει ατμό ή [[είναι]] όμοιος με ατμό.
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτμώδης Medium diacritics: ἀτμώδης Low diacritics: ατμώδης Capitals: ΑΤΜΩΔΗΣ
Transliteration A: atmṓdēs Transliteration B: atmōdēs Transliteration C: atmodis Beta Code: a)tmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ἀτμιδώδης, Arist.Mu.394a14, Thphr.CP3.16.4. Adv. -δως Gal.Nat.Fac.3.7.

German (Pape)

[Seite 387] = ἀτμιδώδης, Arist. mund. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμώδης: -ες, (εἶδος), ὁ περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 2· ὁ περιέχων ἰκμάδα, ἔνικμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 16, 4, πρβλ. ἀτμιδώδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 en forma de vapor ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.Mu.394a14, cf. Arat.Comm.p.126.19, Thphr.CP 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.Th.276G.
2 adv. -ως en forma de vapor ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161.

Greek Monolingual

ἀτμώδης, -ες) ατμός
αυτός που περιέχει ατμό ή είναι όμοιος με ατμό.