βαδιστικός: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apto para andar]] ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ pues no soy buen andarín</i> Ar.<i>Ra</i>.128, ποὺς μὲν ἦν ὄργανον βαδιστικόν Gal.3.127, σανδάλια βατιστικά (l. βαδ-) <i>PCornell</i> 33.1 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[capaz de andar]] de aves, Thphr.<i>Fr</i>.180, καθὸ δὲ βαδιστικὸς βαδίζει Simp.<i>in Ph</i>.885.18<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ βαδιστικόν [[lo que tiene la capacidad de andar]] δύναται γὰρ καὶ μὴ βαδίζειν τὸ βαδιστικόν Arist.<i>Int</i>.21<sup>b</sup>16, cf. Plot.6.3.22.<br /><b class="num">2</b> de anim. [[que sirve para montar]], [[de silla]] βαδιστικὰ πορεῖα <i>PLond</i>.1973.3 (III a.C.), στάβλος β. establo para animales de montar</i>, <i>POxy</i>.146.1 (VI d.C.), 138.10 (VII d.C.), cf. <i>PTeb</i>.701.71 (III a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[a la manera del que pasea]] Porph.<i>Gaur</i>.1.3.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apto para andar]] ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ pues no soy buen andarín</i> Ar.<i>Ra</i>.128, ποὺς μὲν ἦν ὄργανον βαδιστικόν Gal.3.127, σανδάλια βατιστικά (l. βαδ-) <i>PCornell</i> 33.1 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[capaz de andar]] de aves, Thphr.<i>Fr</i>.180, καθὸ δὲ βαδιστικὸς βαδίζει Simp.<i>in Ph</i>.885.18<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ βαδιστικόν [[lo que tiene la capacidad de andar]] δύναται γὰρ καὶ μὴ βαδίζειν τὸ βαδιστικόν Arist.<i>Int</i>.21<sup>b</sup>16, cf. Plot.6.3.22.<br /><b class="num">2</b> de anim. [[que sirve para montar]], [[de silla]] βαδιστικὰ πορεῖα <i>PLond</i>.1973.3 (III a.C.), στάβλος β. establo para animales de montar</i>, <i>POxy</i>.146.1 (VI d.C.), 138.10 (VII d.C.), cf. <i>PTeb</i>.701.71 (III a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[a la manera del que pasea]] Porph.<i>Gaur</i>.1.3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστικός Medium diacritics: βαδιστικός Low diacritics: βαδιστικός Capitals: ΒΑΔΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: badistikós Transliteration B: badistikos Transliteration C: vadistikos Beta Code: badistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A good at walking, Ar.Ra.128, Thphr.Fr.180; able to walk, Simp.in Ph.887.17; τὸ β. that which is capable of walking, Arist.Int.21b16; ποὺς . . ὄργανον β. Gal.UP2.9. Adv.-κῶς Porph.Gaur.1.3.    II for riding animals, στάβλον POxy.146.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 423] gern gehend, gut zu Fuß, Ar. Ran. 128; zum Gehen geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστικός: -ή, -όν, καλός, ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, ἱκανότης πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à marcher ; bon marcheur.
Étymologie: βαδίζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apto para andar ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ pues no soy buen andarín Ar.Ra.128, ποὺς μὲν ἦν ὄργανον βαδιστικόν Gal.3.127, σανδάλια βατιστικά (l. βαδ-) PCornell 33.1 (III d.C.)
capaz de andar de aves, Thphr.Fr.180, καθὸ δὲ βαδιστικὸς βαδίζει Simp.in Ph.885.18
subst. τὸ βαδιστικόν lo que tiene la capacidad de andar δύναται γὰρ καὶ μὴ βαδίζειν τὸ βαδιστικόν Arist.Int.21b16, cf. Plot.6.3.22.
2 de anim. que sirve para montar, de silla βαδιστικὰ πορεῖα PLond.1973.3 (III a.C.), στάβλος β. establo para animales de montar, POxy.146.1 (VI d.C.), 138.10 (VII d.C.), cf. PTeb.701.71 (III a.C.).
II adv. -ῶς a la manera del que pasea Porph.Gaur.1.3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βαδιστικός, -ή, -όν) βαδιστής
αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει
νεοελλ.
1. ο σχετικός με το «βάδισμα»
2. φρ. «ευθύς βαδιστικά»
(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη.