βεβηλόω: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
(big3_8) |
(abb-1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[profanar]] c. ac. de abstr. o de lugares ὁ βεβηλῶν αὐτό (τὸ σάββατον) LXX <i>Ex</i>.31.14, cf. <i>Eu.Matt</i>.12.5, τὸ ὄνομα τὸ [[ἅγιον]] LXX <i>Le</i>.18.21, τὰ δῶρα τοῦ θεοῦ ἐν ἀνομίαις LXX <i>Psalm.Salom</i>.2.3, ἱερὰ καὶ τεμένη θεῶν Hld.2.25.3, cf. 10.36.3, en v. pas. τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηνται καὶ βεβήλωνται tu santuario está hollado y profanado</i> LXX 1<i>Ma</i>.3.51, βεβηλουμένων ὁμοῦ τοῖς θείοις τῶν ἀνθρωπίνων profanadas las leyes humanas así como las divinas</i> Iul.<i>Or</i>.7.228c, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ τὸ ὄνομα [[αὐτοῦ]] παρ' αὐτοῖς Iust.Phil.<i>Dial</i>.21.1, cf. LXX <i>Ps</i>.9.26, Cyr.Al.M.69.781A, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[deshonrar]] c. ac. de pers. ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου me deshonraron ante mi pueblo</i> LXX <i>Ez</i>.13.19, en v. pas. θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι LXX <i>Le</i>.21.9. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[profanar]] c. ac. de abstr. o de lugares ὁ βεβηλῶν αὐτό (τὸ σάββατον) LXX <i>Ex</i>.31.14, cf. <i>Eu.Matt</i>.12.5, τὸ ὄνομα τὸ [[ἅγιον]] LXX <i>Le</i>.18.21, τὰ δῶρα τοῦ θεοῦ ἐν ἀνομίαις LXX <i>Psalm.Salom</i>.2.3, ἱερὰ καὶ τεμένη θεῶν Hld.2.25.3, cf. 10.36.3, en v. pas. τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηνται καὶ βεβήλωνται tu santuario está hollado y profanado</i> LXX 1<i>Ma</i>.3.51, βεβηλουμένων ὁμοῦ τοῖς θείοις τῶν ἀνθρωπίνων profanadas las leyes humanas así como las divinas</i> Iul.<i>Or</i>.7.228c, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ τὸ ὄνομα [[αὐτοῦ]] παρ' αὐτοῖς Iust.Phil.<i>Dial</i>.21.1, cf. LXX <i>Ps</i>.9.26, Cyr.Al.M.69.781A, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[deshonrar]] c. ac. de pers. ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου me deshonraron ante mi pueblo</i> LXX <i>Ez</i>.13.19, en v. pas. θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι LXX <i>Le</i>.21.9. | ||
}} | |||
{{Abbott | |||
|astxt=† [[βεβηλόω]], -ῶ (< [[βέβηλος]]), [in LXX chiefly for חלל;] <br />to profane: τ. [[σάββατον]], Mt 12:5; τ. [[ἱερόν]], Ac 24:6 (Cremer, 141).†SYN.: [[κοινόω]], q.v. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:09, 25 August 2017
English (LSJ)
A profane, τὸ σάββατον LXX Ex.31.14, Ev.Matt.12.5; τὰ ἀνθρώπινα Jul.Or.7.228d. 2 pollute, defile, τινά LXX Le.21.9, Hld.2.25.
German (Pape)
[Seite 440] entheiligen, entweihen, Hel.; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
βεβηλόω: καταπατῶ, καταλύω, ἀθετῶ, τὸ σάββατον Ἑβδ. (Ἐξοδ. λαʹ, 14), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβʹ, 5. 2) μιαίνω, μολύνω, τινὰ Ἑβδ. (Λευ. καʹ, 9), Ἡλιόδ. 2. 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 profaner (un temple);
2 souiller;
3 exclure (d’un lieu saint) comme profane.
Étymologie: βέβηλος.
Spanish (DGE)
1 profanar c. ac. de abstr. o de lugares ὁ βεβηλῶν αὐτό (τὸ σάββατον) LXX Ex.31.14, cf. Eu.Matt.12.5, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον LXX Le.18.21, τὰ δῶρα τοῦ θεοῦ ἐν ἀνομίαις LXX Psalm.Salom.2.3, ἱερὰ καὶ τεμένη θεῶν Hld.2.25.3, cf. 10.36.3, en v. pas. τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηνται καὶ βεβήλωνται tu santuario está hollado y profanado LXX 1Ma.3.51, βεβηλουμένων ὁμοῦ τοῖς θείοις τῶν ἀνθρωπίνων profanadas las leyes humanas así como las divinas Iul.Or.7.228c, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ τὸ ὄνομα αὐτοῦ παρ' αὐτοῖς Iust.Phil.Dial.21.1, cf. LXX Ps.9.26, Cyr.Al.M.69.781A, Hsch.
2 deshonrar c. ac. de pers. ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου me deshonraron ante mi pueblo LXX Ez.13.19, en v. pas. θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι LXX Le.21.9.
English (Abbott-Smith)
† βεβηλόω, -ῶ (< βέβηλος), [in LXX chiefly for חלל;]
to profane: τ. σάββατον, Mt 12:5; τ. ἱερόν, Ac 24:6 (Cremer, 141).†SYN.: κοινόω, q.v.