δαϊκτός: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[que corroe]] φθόνος <i>Anacreont</i>.42.10. | |dgtxt=-ή, -όν [[que corroe]] φθόνος <i>Anacreont</i>.42.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαϊκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να φονευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αδάικτος]], [[ανδροδάικτος]], [[αρτιδάικτος]], [[αυτοδάικτος]], [[ημιδάικτος]], [[λουτροδάικτος]], <i>πυργοδάικτος</i>, <i>χειροδάικτος</i>, <i>ωμοδάικτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be slain, Orph.A. 976.
German (Pape)
[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que corroe φθόνος Anacreont.42.10.
Greek Monolingual
δαϊκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος].