δακτυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[semejante a un dedo]] τύποι Philemo en Ath.468f, ὀστᾶ ... δακτυλοειδῆ de las falanges, Ruf.<i>Oss</i>.22. | |dgtxt=-ές<br />[[semejante a un dedo]] τύποι Philemo en Ath.468f, ὀστᾶ ... δακτυλοειδῆ de las falanges, Ruf.<i>Oss</i>.22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(-ούς), -ές (Α [[δακτυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] δαχτύλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a finger, Philem. Gloss. ap. Ath.11.468f, Ruf.Oss.22.
German (Pape)
[Seite 520] ές, fingerförmig, Ath. XI, 468 f.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλοειδής: -ές, ὅμοιος δακτύλῳ, Ἀθήν. 468F. ― Ἐπίρρ. –δῶς, Γρ. Νύσσ. (Λεξ. Κουμ.).
Spanish (DGE)
-ές
semejante a un dedo τύποι Philemo en Ath.468f, ὀστᾶ ... δακτυλοειδῆ de las falanges, Ruf.Oss.22.
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Α δακτυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δαχτύλου.