δείδια: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(big3_10) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[δείδω]]. | |dgtxt=v. [[δείδω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
δείδιμεν and δειδέμεν,
A v. δείδω.
German (Pape)
[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
Greek (Liddell-Scott)
δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν ,ἴδε ἐν λ. δείδω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δέδια.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Spanish (DGE)
v. δείδω.
Greek Monotonic
δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).