δενδροφυής: Difference between revisions
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(big3_10) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[que es como un árbol]] δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντες de los Coribantes <i>Lyr.Adesp</i>.67(b).7, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.7.4. | |dgtxt=-ές<br />[[que es como un árbol]] δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντες de los Coribantes <i>Lyr.Adesp</i>.67(b).7, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.7.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δενδροφυής]] (-ούς), -ές (Α)<br />αυτός που μεγαλώνει σαν [[δένδρο]], που μοιάζει με [[δένδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> ή [[φύος]] <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A tree-like, Lyr.Adesp.84.7.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροφυής: -ές, ὡς δένδρον αὐξηθείς, Πίνδ. (Ὠριγ. 16, 3127. Migne).
Spanish (DGE)
-ές
que es como un árbol δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντες de los Coribantes Lyr.Adesp.67(b).7, cf. Hippol.Haer.5.7.4.
Greek Monolingual
δενδροφυής (-ούς), -ές (Α)
αυτός που μεγαλώνει σαν δένδρο, που μοιάζει με δένδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φυής < φυή ή φύος < φύομαι].