δενδροκομικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[propio del arboricultor]] σοφία Ael.<i>NA</i> 13.18.
|dgtxt=-ή, -όν [[propio del arboricultor]] σοφία Ael.<i>NA</i> 13.18.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δενδροκομικός]], -ή, -όν) [[δενδροκομία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δενδροκομία]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκομικός Medium diacritics: δενδροκομικός Low diacritics: δενδροκομικός Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dendrokomikós Transliteration B: dendrokomikos Transliteration C: dendrokomikos Beta Code: dendrokomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or like a woodman, Ael.NA13.18.

German (Pape)

[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.