διασκεδαστικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, όν<br />[[que disipa o desintegra]] las cataratas oculares, Dsc.3.80, [[δύναμις]] ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115. | |dgtxt=-ή, όν<br />[[que disipa o desintegra]] las cataratas oculares, Dsc.3.80, [[δύναμις]] ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.
German (Pape)
[Seite 602] zertheilend, von Arzeneien, Diosc.
Spanish (DGE)
-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.