διαυγασμός: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[resplandor]]del rayo ἡ δὲ διαστολὴ παρὰ τὴν μελανίαν τοῦ νέφους τὸν διυγασμὸν ἀποτελεῖ <i>Placit</i>.3.3.1, del amanecer, Cyr.Al.M.71.261B.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[resplandor]]del rayo ἡ δὲ διαστολὴ παρὰ τὴν μελανίαν τοῦ νέφους τὸν διυγασμὸν ἀποτελεῖ <i>Placit</i>.3.3.1, del amanecer, Cyr.Al.M.71.261B.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΝ)<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] του [[διαυγάζω]], διαλαμπή<br /><b>2.</b> [[αυγή]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυγασμός Medium diacritics: διαυγασμός Low diacritics: διαυγασμός Capitals: ΔΙΑΥΓΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diaugasmós Transliteration B: diaugasmos Transliteration C: diavgasmos Beta Code: diaugasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A splendour bursting forth, of lightning, Placit.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der durchbrechende Glanz, Plut. plac. phil. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lueur éclatante.
Étymologie: διαυγάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
resplandordel rayo ἡ δὲ διαστολὴ παρὰ τὴν μελανίαν τοῦ νέφους τὸν διυγασμὸν ἀποτελεῖ Placit.3.3.1, del amanecer, Cyr.Al.M.71.261B.

Greek Monolingual

ο (ΑΝ)
1. η πράξη του διαυγάζω, διαλαμπή
2. αυγή.