δίπλεθρος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de dos pletros]] ποταμός X.<i>An</i>.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.<i>VH</i> 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.<i>Pun</i>.95.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[medida]], [[distancia de dos pletros]] Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου <i>AP</i> 11.117 (Strat.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de dos pletros]] ποταμός X.<i>An</i>.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.<i>VH</i> 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.<i>Pun</i>.95.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[medida]], [[distancia de dos pletros]] Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου <i>AP</i> 11.117 (Strat.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δίπλεθρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] δύο πλέθρων<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίπλεθρον</i><br />[[μετρική]] [[μονάδα]] ίση με δύο πλέθρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλέθρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A two πλέθρα long or broad, Theopomp.Hist.350, Luc.VH1.16. 2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.
German (Pape)
[Seite 640] zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεθρον, = διπλεθρία, Pol. 34, 12, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλεθρος: -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ εὐρύς, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, διάστημα δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de deux plèthres, de deux arpents.
Étymologie: δίς, πλέθρον.
Spanish (DGE)
-ον
1 de dos pletros ποταμός X.An.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.VH 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.Pun.95.
2 subst. τὸ δ. medida, distancia de dos pletros Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου AP 11.117 (Strat.).
Greek Monolingual
δίπλεθρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον
μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλέθρον.