δμητήρ: Difference between revisions
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δμᾱτήρ Alcm.2.4.6; δᾰμᾰτήρ <i>Eleg.Alex.Adesp.Halic</i>.23, <i>AP</i> 11.403 (Luc.)<br />[[domador]] δμητῆρ' ἵππων <i>h.Hom</i>.22.5, δματῆρες ἱππόται Alcm.l.c., πτερόεντος ... δαματῆρα Πηγάσου de Belerofonte <i>Eleg.Alex.Adesp.Halic</i>.l.c., fig. σίδηρος Nonn.<i>D</i>.27.27, cf. 26.303 (ambos var.). | |dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δμᾱτήρ Alcm.2.4.6; δᾰμᾰτήρ <i>Eleg.Alex.Adesp.Halic</i>.23, <i>AP</i> 11.403 (Luc.)<br />[[domador]] δμητῆρ' ἵππων <i>h.Hom</i>.22.5, δματῆρες ἱππόται Alcm.l.c., πτερόεντος ... δαματῆρα Πηγάσου de Belerofonte <i>Eleg.Alex.Adesp.Halic</i>.l.c., fig. σίδηρος Nonn.<i>D</i>.27.27, cf. 26.303 (ambos var.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δμητήρ]], ο (θηλ. [[δμήτειρα]]) (Α) [[δάμνημι]]<br />[[δαμαστής]] (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ [[δμήτειρα]] θεῶν» — η [[νύχτα]] που δαμάζει, κατευνάζει [[ακόμη]] και τους θεούς). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tamer, ἵππων h.Hom.22.5, cf. Alcm.9: fem., νὺξ δμήτειρα θεῶν Il.14.259.
German (Pape)
[Seite 650] ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
Greek (Liddell-Scott)
δμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δαμαστής, ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.˙ - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui dompte, qui maîtrise.
Étymologie: δαμάω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): dór. δμᾱτήρ Alcm.2.4.6; δᾰμᾰτήρ Eleg.Alex.Adesp.Halic.23, AP 11.403 (Luc.)
domador δμητῆρ' ἵππων h.Hom.22.5, δματῆρες ἱππόται Alcm.l.c., πτερόεντος ... δαματῆρα Πηγάσου de Belerofonte Eleg.Alex.Adesp.Halic.l.c., fig. σίδηρος Nonn.D.27.27, cf. 26.303 (ambos var.).
Greek Monolingual
δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) δάμνημι
δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» — η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς).